Με τη Γροιλανδία να έχει χάσει το 97% του πάγου της, ένα τεράστιο
παγόβουνο (με έκταση διπλάσια από το Μανχάταν) να έχει αποκολληθεί από
τον παγετώνα Πέτερμαν, τις ΗΠΑ να έχουν χτυπηθεί από σφοδρό κύμα καύσωνα
και τα Βαλκάνια να περισφίγγονται από παρατεταμένες περιόδους υψηλών
θερμοκρασιών, η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή αναθερμαίνεται, υπό τη
σκιά βεβαίως της οικονομικής κρίσης.
Κι αν υπάρχει ακόμα αβεβαιότητα
για τον τρόπο που η κλιματική αλλαγή συμβάλλει στην πιο συχνή και έντονη
εμφάνιση των ακραίων καιρικών φαινομένων, δεν υπάρχει αμφιβολία για τη
συμβολή των συγκεντρώσεων αερίων θερμοκηπίου και μεταξύ αυτών κυρίως
διοξειδίου του άνθρακα στη διαταραχή του κλίματος. Οι εκπομπές του
οποίου συνεχίζουν να αυξάνονται και μάλιστα με δυναμικό τρόπο.
Πρώτη η Κίνα
Οι
παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) αυξήθηκαν κατά 3% το
2011, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο της ιστορίας: στα 34
δισεκατομμύρια τόνους. Η τάση ανόδου ανακόπηκε μόλις για ένα χρόνο, το
2008 (σαν αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης). Τον χορό της ανόδου οδηγεί
η Κίνα, η πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου, όπου οι μέσες εκπομπές CO2
αυξήθηκαν το 2011 κατά 9% κι έφτασαν τους 7,2 τόνους ανά κάτοικο, σχεδόν
το ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην Ε.Ε., οι εκπομπές CO2 μειώθηκαν κατά 3%
πέρυσι, πέφτοντας στους 7,5 τόνους κατά κεφαλή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες
παραμένουν μία από τις μεγαλύτερες πηγές απελευθέρωσης διοξειδίου του
άνθρακα στην ατμόσφαιρα και με υψηλότατες κατά άτομο εκπομπές (17,3
τόνους ετησίως). Κι αυτό παρά την ύφεση το 2008-2009, τις υψηλές τιμές
πετρελαίου και την αύξηση του μεριδίου του φυσικού αερίου. Τα στοιχεία
αυτά προέρχονται από την ετήσια έκθεση, με τίτλο «Τάσεις των παγκόσμιων
εκπομπών CO2», που εκπονείται από το Κοινό Κέντρο Ερευνών της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής και την ολλανδική Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Αξιολόγησης (PBL),
αξιοποιώντας τη βάση δεδομένων της Παγκόσμιας Ατμοσφαιρικής Ερευνας.
Οι
παγκόσμιες εκπομπές αυξήθηκαν παρά την πτώση τους στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Ειδικά στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι εκπομπές μειώθηκαν κατά 3%, λόγω της
δυσμενούς οικονομικής κατάστασης, του ήπιου χειμώνα και της
εξοικονόμησης ενέργειας. Περίπου 2% περιορίστηκαν οι εκπομπές στις
Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία. Αλλά πλέον οι χώρες του ΟΟΣΑ
συνεισφέρουν μόνο το ένα τρίτο των παγκόσμιων εκπομπών CO2, δηλαδή όσο
Κίνα και Ινδία μαζί. Οι δύο μεγάλες ασιατικές χώρες απελευθέρωσαν κατά
9% και 6% αντίστοιχα περισσότερα αέρια του θερμοκηπίου το 2011, σε σχέση
με το 2010.
Το αποτέλεσμα είναι η περσινή αύξηση κατά 3% των
παγκόσμιων εκπομπών CO2 να είναι μεγαλύτερη από τη μέση ετήσια αύξηση
την τελευταία δεκαετία, που είχε διαμορφωθεί στο 2,7%! Βεβαίως, και το
2010 είχε καταγραφεί μια μεγάλη αύξηση της τάξης του 5%. Ανησυχητικό
μήνυμα, καθώς με τόσο μεγάλες εκπομπές -και μάλιστα σε μια περίοδο που η
παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής
μεγέθυνσης- μοιάζει αδύνατη η επίτευξη του στόχου που έχει θέσει ο ΟΗΕ,
δηλαδή τη συγκράτηση στον 21ο αιώνα της μέσης παγκόσμιας αύξησης της
θερμοκρασίας στους δύο βαθμούς Κελσίου, σε σχέση με τα προβιομηχανικά
επίπεδα. Οι δύο βαθμοί Κελσίου θεωρούνται το κρίσιμο όριο, έτσι ώστε να
μην υπάρξουν καταστροφικές συνέπειες από μια παγκόσμια κλιματική
ανισορροπία. Για να συγκρατηθεί όμως ο «πυρετός» της Γης, τα
επιστημονικά φόρουμ του ΟΗΕ έχουν υπολογίσει ότι οι εκπομπές CO2 στην
περίοδο 2000-2050 δεν πρέπει να ξεπεράσουν αθροιστικά τους 1.000 με
1.500 δισεκατομμύρια τόνους. Μόνο όμως από το 2000-2011 οι εκπομπές
υπολογίζονται σε 420 δισ. τόνους. Με τέτοιους ρυθμούς υπολογίζεται ότι ο
στόχος της 50ετίας θα υπερκαλυφθεί μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες!
Επέκταση των ΑΠΕ
Ευτυχώς,
αυτή η τάση μετριάζεται από την επέκταση των ανανεώσιμων πηγών
ενέργειας, κυρίως της ηλιακής και της αιολικής, αλλά και τα
αμφισβητούμενα βιοκαύσιμα. Το συνολικό μερίδιο αυτών των ΑΠΕ
τετραπλασιάστηκε από το 1992 έως το 2011. Δεν συμπεριλαμβάνονται τα
μεγάλα υδροηλεκτρικά φράγματα, που από πολλές πλευρές αντιμετωπίζουν
έντονη κριτική για αρνητική επίδραση στο περιβάλλον. Υπολογίζεται ότι
ηλιακή και αιολική ενέργεια απέτρεψαν το 2011 την εκπομπή 0,8 δισ. τόνων
CO2, δηλαδή περίπου όσες είναι και οι εκπομπές της Γερμανίας, μιας
μεγάλης βιομηχανικής δύναμης.
Παρά τα βήματα των ΑΠΕ η τάση δεν
ανατρέπεται. Απάντηση στην ανησυχητική πραγματικότητα μπορεί να δοθεί
μέσα από συντονισμένη και συμφωνημένη δράση των χωρών σε διεθνές κι
εθνικό επίπεδο.
Καθοδική η πορεία στην Ελλάδα, λόγω ύφεσης
Ιδιαίτερα
καθοδική είναι η πορεία των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην
Ελλάδα, κυρίως ως αποτέλεσμα της οξύτατης οικονομικής ύφεσης. Το 2010 οι
εγχώριες εκπομπές CO2 έπεσαν στα 97.468.850 τόνους, έναντι 104.472.440
το 2009, μείωση της τάξης του 6,7%. Το 2010 οι εκπομπές CO2 έπεσαν για
τρίτη συνεχόμενη χρονιά, από το 2007 όπου είχαν σκαρφαλώσει στην εθνική
κορυφή τους: 114.442.270 τόνοι. Είναι σίγουρο, αν και δεν υπάρχουν ακόμα
επίσημα στοιχεία, ότι και το 2011 αλλά και το 2012 η καθοδική πορεία
συνεχίζεται, σαν αποτέλεσμα της μεγάλης πτώσης της οικονομικής
δραστηριότητας. Ετσι, ανακόπτεται η ανοδική τάση των ελληνικών εκπομπών
θερμοκηπίου, η οποία εξελισσόταν δυναμικά ειδικά από το 1996 και μετά.
Το πρόβλημα είναι ότι η σημερινή αναδίπλωση, πέρα από τις ιδιαίτερα
σοβαρές κοινωνικές συνέπειες που συνεπάγεται, δεν οφείλεται σε κάποια
ουσιαστική αναδόμηση του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου.
Οχι
μόνο σε εθνικό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο οι εξελίξεις δεν είναι
ευοίωνες. Η ένταση του οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών, που
οδήγησε σε αποτυχία την Παγκόσμια Συνδιάσκεψη της Κοπεγχάγης (καθώς και
όλων των επόμενων προσπαθειών), δεν έχει επιτρέψει τη διαμόρφωση ενός
δεσμευτικού σχεδίου για τη μετά Κιότο εποχή. Εξάλλου και τα αποτελέσματα
του συμβιβασμού του Κιότο δεν είναι θεαματικά.
Οι υπό ανάπτυξη
χώρες των δισεκατομμυρίων κατοίκων διεκδικούν κι αυτές το «μερτικό τους»
από τη ρύπανση, λέγοντας ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη άσκησαν αυτό το
«δικαίωμα» για δεκαετίες καταχρηστικά. Βεβαίως, αυτός ο δρόμος είναι
αδιέξοδος. Η λύση δεν είναι να καταδικαστούν η Ασία, η Αφρική και ο
«Τέταρτος Κόσμος» της Δύσης στη μιζέρια, αλλά να γίνει η οικονομία πολύ
λιγότερο ενεργοβόρα.
Σήμερα, εντός του ανταγωνισμού, υπάρχει και η
τάση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Το Πεκίνο έχει βάλει στόχο έως το
2020 να μειώσει τις εκπομπές ανά μονάδα παραγόμενου Ακαθάριστου Εθνικού
Προϊόντος κατά 40% με 45% σε σχέση με τα επίπεδα του 2005. Η Ευρωπαϊκή
Eνωση έχει θέσει τον στόχο της μείωσης των εκπομπών κατά 20% μέχρι το
2020, παρότι περιβαλλοντικές οργανώσεις και κινήματα πολιτών διεκδικούν
μεγαλύτερη προσαρμογή.
4/8/12
No comments:
Post a Comment
Only News