Σε αναζήτηση όχι μόνο
περιβαλλοντικών, αλλά οικονομικών και πολιτικών εναλλακτικών βρίσκονται
οι επιστήμονες που ασχολούνται με τα περιβαλλοντικά θέματα, καθώς πλέον
οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από το συνολικό μοντέλο που
ακολουθήθηκε και «που πήγε λάθος».
Μέχρι τώρα όλες οι αναφορές γίνονταν γύρω από επιμέρους οικολογικά
συστήματα, τώρα όμως οι ανάγκες έχουν αλλάξει και με αφορμή την
Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, στις 5 Ιουνίου, τρεις περιβαλλοντικές
οργανώσεις, η WWF Ελλάς, το Δίκτυο Μεσόγειος SOS και η Greenpeace μιλούν
στο ΑΜΠΕ και εστιάζουν το πρόβλημα στον τρόπο ζωής και οργάνωσης των
αναπτυγμένων χωρών ενώ προτείνουν μία ανάπτυξη συμβατή με το περιβάλλον.
Η
οικονομική κρίση έχει άμεση επίπτωση τόσο στις κοινωνικές δομές, όσο
και στο περιβάλλον. Από τη μία το σχήμα παραγωγής και κατανάλωσης που
ακολουθείται, απαιτεί όλο και περισσότερη εξόρυξη φυσικών πόρων, γεμίζει
τον πλανήτη με χιλιάδες τόνους σκουπιδιών, αυξάνει τους ρίπους,
συντελεί στο φαινόμενο του θερμοκηπίου και την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Από την άλλη, οι οικονομικά πιο πλούσιες χώρες προκαλούν την μεγαλύτερη
μόλυνση στον πλανήτη, εις βάρος των φτωχότερων, που με τις μικρής
κλίμακας υποδομές τους δεν επηρεάζουν ιδιαίτερα το περιβάλλον. Επιπλέον,
οι αναπτυγμένες χώρες με τις αυξημένες τους ανάγκες, εκμεταλλεύονται
όλο και περισσότερο για δικό τους όφελος τους φυσικούς πόρους και τα
εδάφη των υπόλοιπων χωρών.
Η έκθεση «Ζωντανός Πλανήτης 2012», της
WWF, που συντάσσεται κάθε δύο χρόνια αποκαλύπτει πως οι πιο πλούσιες
χώρες καταστρέφουν περιβαλλοντικά τη γη, καθώς οι οικονομίες των
αναπτυγμένων κρατών έχουν κατά μέσο όρο πέντε φορές μεγαλύτερο
οικολογικό αποτύπωμα από τις φτωχές, όπου το παραγωγικό μοντέλο είναι
περιορισμένο, γεγονός που «ισορροπεί» την κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο
οριακά. Στην ουσία, αυτοί που σώζουν τον πλανήτη είναι οι φτωχές χώρες.
Με
τον όρο «οικολογικό αποτύπωμα» εκφράζεται ο βαθμός στον οποίο τα
ανθρώπινα είδη καταναλώνουν τους πόρους της γης. Αναφέρεται στην έκταση
παραγωγικής γης, πόσιμου νερού και θάλασσας που είναι απαραίτητα για την
κάλυψη των καθημερινών αναγκών σε τροφή, ενέργεια, νερό και πρώτες ύλες
συνυπολογίζοντας τις εκπομπές ρύπων και την έκταση που χρειάζεται για
την απόθεση των απορριμμάτων.
Η έκθεση της WWF διαπιστώνει πως οι
τεράστιες πιέσεις που ασκούνται από τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες του
αναπτυγμένου κόσμου, θέτουν σε κίνδυνο τη βιοποικιλότητα του πλανήτη και
απειλούν την υγεία, την ασφάλεια και την ευημερία των ανθρώπων. H
έκθεση εξετάζει την υγεία των οικοσυστημάτων, των ειδών χλωρίδας και
πανίδας, των φυσικών πόρων και πώς αυτή επηρεάζεται τόσο από τον τρόπο
ζωής, όσο και από την οικονομική δραστηριότητα του πολιτισμού
(βιομηχανία, παραγωγή ενέργειας κλπ) παρακολουθώντας 9.000 πληθυσμούς σε
περισσότερα από 2.600 είδη. Από το 1970 έως σήμερα καταγράφεται μείωση
των ειδών κατά σχεδόν 30%, με τα τροπικά είδη να έχουν δεχτεί το
ισχυρότερο πλήγμα, 60% μείωση σε λιγότερο από 40 χρόνια. Ταυτόχρονα, ο
δείκτης του οικολογικού αποτυπώματος προειδοποιεί ότι οι απαιτήσεις σε
φυσικούς πόρους είναι πλέον μη βιώσιμες. Να σημειωθεί ότι τα στοιχεία
είναι από το 2008, γιατί πολλές χώρες δεν είχαν τελικές διαθέσιμες
μετρήσεις για σήμερα.
Οι 10 χώρες με το μεγαλύτερο οικολογικό
αποτύπωμα ανά κάτοικο είναι: Κατάρ, Κουβέιτ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα,
Δανία, ΗΠΑ, Βέλγιο, Αυστραλία, Καναδάς, Ολλανδία και Ιρλανδία. H Ελλάδα
κατατάσσεται στην 22η θέση σε σύνολο 149 κρατών που εξετάζονται στην
έκθεση με το οικολογικό της αποτύπωμα να είναι πολύ υψηλότερο του
παγκόσμιου μέσου όρου.
Η Θεοδότα Νάντσου, συντονίστρια δράσεων
Περιβαλλοντικής Πολιτικής της WWF Ελλάς, εξηγεί ότι «εάν όλοι οι
άνθρωποι στον κόσμο ζούσαν όπως στην Ελλάδα, θα χρειαζόμασταν τρεις
πλανήτες, ενώ αν ζούσαμε όπως στο Τιμόρ, δε θα υπήρχε θέμα
περιβαλλοντικών προβλημάτων».
Επισημαίνει πως η λύση πρέπει να
βρεθεί κάπου στη μέση ώστε «οι αναπτυγμένες χώρες πρέπει να
αναδιοργανώσουν τις ανάγκες και το πώς αυτές εκπληρώνονται, ενώ
ταυτόχρονα το βιοτικό επίπεδο στις φτωχές χώρες θα πρέπει να ανέβει».
Αυτή η διαδικασία είναι εφικτή, λέει η κ. Νάντσιου, χωρίς να επιβαρυνθεί
το περιβάλλον.
Ο Νίκος Χαραλαμπίδης, πρόεδρος της Greenpeace
Ελλάδας, εστιάζει στο ότι η συζήτηση για την οικονομική κρίση, έχει
αφήσει το περιβάλλον απ’ έξω, σαν να είναι θέμα πολυτελείας. Όμως η
έξοδος από την οικονομική δυσχέρεια μπορεί και πρέπει να περάσει μέσα
από την προστασία του περιβάλλοντος, αλλιώς το μέλλον προβλέπεται
δυσοίωνο, σημειώνει ο κ. Χαραλαμπίδης. «Αντί να μετράμε πόσα είδη
εξαφανίζονται κάθε χρόνο, ας αλλάξουμε τρόπο ζωής και να
χρησιμοποιήσουμε την προστασία του περιβάλλοντος για να βγούμε
κερδισμένοι», συμπληρώνει και λέει πως η αντικατάσταση των ορυκτών
καυσίμων από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), η επαναχρησιμοποίηση και
η ανακύκλωση, η προστασία των υδάτων και των εδαφών είναι αναγκαίο να
ενσωματωθούν στην οικονομική πολιτική.
Οι περιβαλλοντικές
οργανώσεις προτείνουν αναπτυξιακές λύσεις που θα τονώσουν την οικονομία,
αλλά και θα είναι συμβατές με τη φύση και όχι εναντίον της, όπως
συμβαίνει μέχρι σήμερα. Ο κ. Χαραλαμπίδης μιλάει για τις τελευταίες
μελέτες που δείχνουν ότι η αειφόρος ή πράσινη οικονομία, αν περικλείει
την αποκεντρωμένη ανάπτυξη, είναι πιο κερδοφόρα από το σημερινό μοντέλο.
«Τα ισοζύγια είναι καλύτερα, δημιουργούνται σταθερές θέσεις εργασίας,
οι άνθρωποι δεν θα μεταναστεύουν για να βρουν δουλειά, και το
περιβάλλον, το νερό, η γη θα σταματήσουν να μολύνονται από τα επικίνδυνα
χημικά και τα ορυκτά καύσιμα», λέει.
Η κ. Νάντσου προτείνει πως η
οικονομική πολιτική πρέπει να αλλάξει κατεύθυνση και να πριμοδοτεί την
μείωση της κατανάλωσης, καθώς και καθαρές, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας,
όπως ο ήλιος, το νερό και ο αέρας. Ο λιγνίτης, το πετρέλαιο, η πυρηνική
ενέργεια θεωρούνται σήμερα πιο φθηνές λύσεις από τις ΑΠΕ, γιατί δεν έχει
ενσωματωθεί στην τιμή τους το πραγματικό κόστος που περιλαμβάνει τις
επιπτώσεις στην υγεία, τη ρύπανση, την κλιματική αλλαγή, επισημαίνει.
Την
επέκταση και αξιοποίηση του σιδηροδρομικού δικτύου προτείνει ο Βαγγέλης
Κουκιάσας, πρόεδρος του Δικτύου Μεσόγειος SOS, σε συνδυασμό με τη
μετατροπή της Θεσσαλονίκης σε κέντρο επιβατών και εμπορευμάτων της
ευρύτερη περιοχής. Το τρένο είναι ένα μέσο ήπιο και φιλικό στο
περιβάλλον, θα ενθαρρύνει την αποκέντρωση και θα τονώσει τη ζωή των
ανθρώπων στη Βόρεια Ελλάδα. Ήδη, λόγω οικονομικής κρίσης παρατηρείται
μεταφορά του πληθυσμού από τα αστικά κέντρα σε ημι-αστικές και αγροτικές
περιοχές. «Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να βοηθηθούν και να έχουν κίνητρα
να μείνουν στην επαρχία, γιατί προς το παρόν δεν τους παρέχεται τίποτα
από το κράτος», σχολιάζει ο κ. Κουκιάσας. Στην Ελλάδα, αναφέρει, με
πρόσχημα την οικονομική κρίση «αφήνουν ανοιχτές πόρτες για επενδύσεις
καταστροφικές για το περιβάλλον, όπως ο τελευταίος νόμος για τον
χωροταξικό τουριστικό σχεδιασμό». Τα ξενοδοχεία μεγάλης κλίμακας ή οι
περιοχές μεικτής τουριστικής χρήσης που σχεδιάζονται έχουν αποτύχει σε
άλλες μεσογειακές χώρες. «Αποτελεί πισωγύρισμα να εφαρμόζουμε
αποδεδειγμένα βλαβερά παραδείγματα. Πέρα από την επιβάρυνση των
παράκτιων συστημάτων και την αλλοίωση των τοπικών κοινωνιών, στην
Ισπανία και την Ιταλία, οι τουριστικές κατοικίες μένουν απούλητες, χωρίς
καμία ζήτηση από υποψήφιους αγοραστές, και συχνά γκρεμίζονται ως
ασύμφορες επενδύσεις», τονίζει ο κ. Κιουκάσας.
Μιας και η
αστικοποίηση αναδεικνύεται σε ένα ακόμα μείζον ζήτημα, καθώς οι
δομημένες εκτάσεις πληθαίνουν καταλαμβάνοντας οικολογικά πολύτιμες
επιφάνειες, όπως τα δάση, χρειάζονται προτάσεις και σε αυτή την
κατεύθυνση. Με αυτούς τους ρυθμούς, το 2050 δύο στους τρεις ανθρώπους θα
κατοικούν στις πόλεις, τονίζει η κ. Νάντσου.
Η πλούσια φύση και η
εντυπωσιακή κληρονομιά της Ελλάδας σε φυσικούς πόρους μπορούν να δώσουν
διεξόδους σε θέματα κοινοτικής και οικονομικής ανάπτυξης. Η κ. Νάντσου
προκρίνει την βιολογική γεωργία αντί της εντατικής καλλιέργειας. «Έτσι
κι αλλιώς η Ελλάδα δεν μπορεί να συναγωνιστεί αγροτικά προϊόντα από
άλλες χώρες, όπως την Αίγυπτο και την Τουρκία, που είναι πολύ πιο φθηνά.
Να επενδύσει στην ποιότητα των φρούτων και λαχανικών και να
εξοικονομήσει από τον τρόπο παραγωγής και τη συσκευασία», σημειώνει η κ,
Νάντσου και προσθέτει ότι αυτό πρέπει να συνδυαστεί με την διαχείριση
των αποβλήτων μετατρέποντάς μέρος αυτών σε κομπόστ, για οργανικό
λίπασμα.
Παρόμοια, αναφέρει η κ. Νάντσου, μία καινοτόμα διέξοδος
είναι η δασοκομία, ένας τομέας που η Ελλάδα έχει πολλά πλεονεκτήματα,
έδαφος και χώρο. Η παραγωγή προϊόντων ξύλου, με τη σωστή μελέτη και
υλοτομία, θα τονώσει την ξυλοβιομηχανία και τα δάση, που δεν τα προσέχει
κανείς και μένουν απροστάτευτα στις ορέξεις του καθενός.
Απαραίτητη
κρίνει ο κ. Κιουκάσας την δημόσια διαχείριση των υδάτων και να
διαχωριστεί η μεταφορά νερού σε αυτό για άρδευση και σε πόσιμο. Το
αρδευτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι πανάρχαιο, τονίζει ο κ. Κουκιάσας,
τα νερά από ποτάμια ή τις γεωτρήσεις χρησιμοποιούνται χωρίς κανένα
περιβαλλοντικό κριτήριο, σπαταλώντας ένα φυσικό πόρο εν ανεπάρκεια, όπως
το νερό. Με ένα σύγχρονο δίκτυο, το τελικό κόστος άρδευσης θα μειωθεί
και θα σταματήσει η χρήση πετρελαίου, που γίνεται σήμερα.
Οι
περιβαλλοντικές οργανώσεις προειδοποιούν ότι πρέπει να γίνει ριζική
αλλαγή στον τρόπο ζωής των ανθρώπων, μιας και δεν υπάρχει ένας ακόμα
πλανήτης ρεζέρβα. Όπως είχε πει πριν 150 χρόνια ο Χένρι Ντέιβιντ Θορό:
«Τι αξία έχει ένα σπίτι αν δεν έχεις έναν ανεκτό πλανήτη για να το
βάλεις;».
Πηγή: ΑΜΠΕ
No comments:
Post a Comment
Only News